- μόρρια
- μόρριαagateneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόρρια — και μορρία και μούρρινα, τά, ή μορρίνη και μουρρίνη, ἡ (Α) 1. πολύτιμη ύλη, είδος πορσελάνης από την οποία κατασκεύαζαν αγγεία, ποτήρια και φιάλες και την οποία έφερναν από την Ασία στη Ρώμη, πιθ. ο αχάτης 2. μίμηση γυαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek